- μεταλλουργικός
- η , ό[ν] металлургический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεταλλουργικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεταλλουργία ή στον μεταλλουργό 2. το θηλ. ως ουσ. η μεταλλουργική η μεταλλουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταλλουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στα Έγγραφα Β Περιόδου Ολυμπίων] … Dictionary of Greek
μεταλλουργικός — ή, ό ο σχετικός με τη μεταλλουργία: Μεταλλουργικές εργασίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταλλευτής — ο (Α μεταλλευτής) [μεταλλεύω] αυτός που αναζητεί και εξορύσσει μετάλλευμα, μεταλλωρύχος αρχ. μεταλλουργικός … Dictionary of Greek
ρεβόλβερ — το, Ν 1. το περίστροφο 2. ημιαυτόματος περιστρεφόμενος μεταλλουργικός τόρνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. revolver < ρ. revolve «περιστρέφω» (< λατ. revolvo «κυλώ, τυλίγω ξανά»)] … Dictionary of Greek